Στόχος του μεταμοντέρνου λόγου δεν είναι η χειραφέτηση των υποκειμένων από τα "δεσμά" της ορθολογικής νεωτερικότητας, αλλά η καταστροφή της συλλογικότητας, της κοινής γλώσσας των ανθρώπων που θα τους έδινε τη δυνατότητα να λύσουν τα προβλήματά τους μέσω της επικοινωνίας και όχι με τη βία. Η εξάπλωση της βίας ως μέσο "επίλυσης" των διαφορών στην εποχή μας χρησιμοποιείται τεχνηέντως από τους θιασώτες του μεταμοντερνισμού για να στηρίξουν τις σαθρές αλλά ουδόλως ακίνδυνες αντιλήψεις τους περί της δήθεν ανικανότητας των μαζών να επικοινωνήσουν "λογικά" μεταξύ τους, προκειμένου να γεφυρώσουν τις πραγματικές ή και φαντασιακές τους διαφορές. Καθώς ο μεταμοντερνισμός προωθεί την έκπτωση του πολιτικού, υπονομεύει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, ενισχύει την αποσπασμτικότητα στην πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου και εμποδίζει έτσι τη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης. Διασπώντας την ενότητα των νοημάτων, οδηγεί στον κατακερματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, αναδεικνύοντας τη μερικότητα και συνακόλουθα τη δυσπιστία στο καθολικό σε βασική αρχή κοινωνικής οργάνωσης.
Περίληψη
Στόχος του μεταμοντέρνου λόγου δεν είναι η χειραφέτηση των υποκειμένων από τα "δεσμά" της ορθολογικής νεωτερικότητας, αλλά η καταστροφή της συλλογικότητας, της κοινής γλώσσας των ανθρώπων που θα τους έδινε τη δυνατότητα να λύσουν τα προβλήματά τους μέσω της επικοινωνίας και όχι με τη βία. Η εξάπλωση της βίας ως μέσο "επίλυσης" των διαφορών στην εποχή μας χρησιμοποιείται τεχνηέντως από τους θιασώτες του μεταμοντερνισμού για να στηρίξουν τις σαθρές αλλά ουδόλως ακίνδυνες αντιλήψεις τους περί της δήθεν ανικανότητας των μαζών να επικοινωνήσουν "λογικά" μεταξύ τους, προκειμένου να γεφυρώσουν τις πραγματικές ή και φαντασιακές τους διαφορές. Καθώς ο μεταμοντερνισμός προωθεί την έκπτωση του πολιτικού, υπονομεύει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, ενισχύει την αποσπασμτικότητα στην πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου και εμποδίζει έτσι τη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης. Διασπώντας την ενότητα των νοημάτων, οδηγεί στον κατακερματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, αναδεικνύοντας τη μερικότητα και συνακόλουθα τη δυσπιστία στο καθολικό σε βασική αρχή κοινωνικής οργάνωσης.
Πληροφορίες προϊόντος
Συγγραφέας
Παπαδημητρίου, Ζήσης Δ. 1939-2015
Eκδότης
Παρατηρητής
ISBN
9789603742173
Κωδικός Ευριπίδη 010100020841
Έτος κυκλοφορίας 2002
Σελίδες 216
Διαστάσεις 21χ14
Βάρος 328 gr
Παπαδημητρίου, Ζήσης Δ. 1939-2015
Συγγραφέας
Ο Ζήσης Παπαδημητρίου γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1939 στους Γόννους της Λάρισας. Σπούδασε αρχικά Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου (Technische Universitat Berlin) και στη συνέχεια Κοινωνιολογία στο Τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Αναγορεύτηκε διδάκτορας Φιλοσοφίας (Dr. Phil) του Πανεπιστημίου Johann Wolfgang von Goethe της Φρανκφούρτης του Μάιν. Όντας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου υπήρξε στέλεχος της γερμανικής Σοσιαλιστικής Φοιτητικής Ένωσης (SDS) και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960. Παράλληλα με τη συμμετοχή του στους πολιτικούς αγώνες στη Γερμανία, ανέπτυξε, μέσα από τις γραμμές του λαϊκού κινήματος, σημαντική δράση ενάντια στη Χούντα των Αθηνών. Συνιδρυτής του παραρτήματος της διεθνούς πολιτικής οργάνωσης "Trikontinentale" στο Αμβούργο, συνέβαλε θεωρητικά και πρακτικά στην ενίσχυση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των λαών του Τρίτου Κόσμου. Ειδικεύτηκε στη Βιομηχανική Κοινωνιολογία και εργάστηκε για 12 περίπου χρόνια (1974-1985) ως ερευνητής στο διεθνούς φήμης Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης, γνωστό και ως "Κριτική Σχολή της Φρανκφούρτης". Το ερευνητικό του έργο αφορά τον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό και συγκεκριμένα την εφαρμογή της πληροφορικής (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, συστήματα επεξεργασίας στοιχείων, ρομποτική κ.λπ.) σε επιλεγμένους κλάδους της γερμανικής βιομηχανίας (βιομηχανία χάλυβα, αυτοκινητοβιομηχανία, βιομηχανία παραγωγής εργαλειομηχανων και ηλεκτρικών συσκευών κ.ά.), καθώς και στο τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα με τις ερευνητικές του δραστηριότητες δίδαξε επί 10 χρόνια, με την ιδιότητα του εντεταλμένου διδασκαλίας, Βιομηχανική Κοινωνιολογία στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Το Δεκέμβριο του 1984 εκλέχθηκε αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής Γενικής Κοινωνιολογίας. Από το χειμερινό εξάμηνο 1985-1986 μέχρι και τη συνταξιοδότηση του (31-8-2006) δίδαξε Γενική και Πολιτική Κοινωνιολογία στο προπτυχιακό, καθώς και Πολιτική Επιστήμη στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Διατέλεσε επισκέπτης ερευνητής (Research Fellow) στο Πανεπιστήμιο Tohoku της Ιαπωνίας, προσκεκλημένος από την Ιαπωνική Εταιρεία Προώθησης των Επιστημών (Japan Society for the Promotion of Science). Χρημάτισε για μια τριετία (1993-1996) επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών της Αθήνας με διδακτικό αντικείμενο την Κοινωνιολογία της Εργασίας, καθώς και για μια οκταετία στο Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης (ΔΟΣΑ) του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην Κομοτηνή, όπου δίδαξε Γενική Κοινωνιολογία, Βιομηχανική Κοινωνιολογία και Πολιτική Επιστήμη. Μετά το 1995 ασχολήθηκε με θέματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Μετά τη συνταξιοδότησή του, του απονεμήθηκε ομόφωνα από τη Σύγκλητο του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο τίτλος του Ομότιμου Καθηγητή. Πολιτικά και κοινωνικά δραστήριος, χρημάτισε για μια τετραετία νομαρχιακός σύμβουλος του νομού Θεσσαλονίκης (1998-2002), συμμετείχε δε ως υποψήφιος βουλευτής στις εθνικές εκλογές του 1996 με το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ) και το 2007 με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο στα ελληνικά, τα γερμανικά και τα αγγλικά, ενώ μεταφράσεις εργασιών του δημοσιεύτηκαν επίσης στα ιταλικά και τα ιαπωνικά.
Έφυγε από τη ζωή στη Θεσσαλονίκη την 1η Οκτωβρίου 2015, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο.