Η ελληνική οικονομία εμφανίζει σήμερα κρίσιμες αδυναμίες και είναι σοβαρά τα ερωτηματικά που εγείρονται ως προς το εάν η ανάπτυξη και η σύγκλιση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια μπορούν να συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό. Στην πολιτική επικαιρότητα κυριαρχεί το ερώτημα πώς μπορούμε να βρούμε μία στρατηγική ικανή να δώσει εκ νέου πνοή στην δυναμική της σύγκλισης, αλλά ταυτόχρονα και να αντιμετωπίσει θετικά μια σειρά από έντονα κοινωνικά ζητήματα τα οποία έχουν εν τω μεταξύ οξυνθεί. Τα επόμενα χρόνια πρέπει να επανέλθουμε με νέους πολιτικούς όρους και προτάσεις προκειμένου να ανταποκριθούμε στην ανάγκη να επιδιώξουμε έντονη ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα των αγορών σε συνδυασμό με ρυθμιστική εποπτεία και στόχους μαζικής απασχόλησης και αλληλεγγύης. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, δύο είναι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις: Πρώτα από όλα, να ανοίξουμε την συζήτηση σχετικά με το ποιες μπορεί να είναι οι νέες πηγές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, και εξίσου απαιτητικά, χρειαζόμαστε έναν νέο Ιστό Κοινωνικής Στήριξης ο οποίος πρέπει επίσης να έχει καινοτομικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με προγενέστερες κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να συμβάλει σε μία δημόσια συζήτηση για το πώς μπορεί η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα να διαμορφώσει ένα επίκαιρο και αξιόπιστο "Ελληνικό Μοντέλο Ανάπτυξης και Συνοχής" προκειμένου να ενισχυθεί η δυναμική της ευημερίας και της απασχόλησης, και ταυτόχρονα να επιταχυνθεί η βραδυπορούσα σύγκλιση της χώρας μας προς την Ευρώπη.
Περίληψη
Η ελληνική οικονομία εμφανίζει σήμερα κρίσιμες αδυναμίες και είναι σοβαρά τα ερωτηματικά που εγείρονται ως προς το εάν η ανάπτυξη και η σύγκλιση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια μπορούν να συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό. Στην πολιτική επικαιρότητα κυριαρχεί το ερώτημα πώς μπορούμε να βρούμε μία στρατηγική ικανή να δώσει εκ νέου πνοή στην δυναμική της σύγκλισης, αλλά ταυτόχρονα και να αντιμετωπίσει θετικά μια σειρά από έντονα κοινωνικά ζητήματα τα οποία έχουν εν τω μεταξύ οξυνθεί. Τα επόμενα χρόνια πρέπει να επανέλθουμε με νέους πολιτικούς όρους και προτάσεις προκειμένου να ανταποκριθούμε στην ανάγκη να επιδιώξουμε έντονη ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα των αγορών σε συνδυασμό με ρυθμιστική εποπτεία και στόχους μαζικής απασχόλησης και αλληλεγγύης. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, δύο είναι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις: Πρώτα από όλα, να ανοίξουμε την συζήτηση σχετικά με το ποιες μπορεί να είναι οι νέες πηγές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, και εξίσου απαιτητικά, χρειαζόμαστε έναν νέο Ιστό Κοινωνικής Στήριξης ο οποίος πρέπει επίσης να έχει καινοτομικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με προγενέστερες κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να συμβάλει σε μία δημόσια συζήτηση για το πώς μπορεί η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα να διαμορφώσει ένα επίκαιρο και αξιόπιστο "Ελληνικό Μοντέλο Ανάπτυξης και Συνοχής" προκειμένου να ενισχυθεί η δυναμική της ευημερίας και της απασχόλησης, και ταυτόχρονα να επιταχυνθεί η βραδυπορούσα σύγκλιση της χώρας μας προς την Ευρώπη.
Ο Νίκος Μ. Χριστοδουλάκης ασχολείται με θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, δημόσιου χρέους και ανάπτυξης. Είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ) και παράλληλα Research Associate στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics. Διδάσκει Μακροοικονομία, Ιστορία Οικονομικών Θεωριών και Διεθνή Οικονομικά.
Γεννήθηκε το 1952 στην Κρήτη και σπούδασε αρχικά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ως φοιτητής έλαβε ενεργό μέρος στο αντιδικτατορικό κίνημα -ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου το 1973- και στη μεταπολίτευση υπήρξε στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς. Μετά το 1980 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, από το οποίο έλαβε διδακτορικό δίπλωμα και εργάστηκε στο Τμήμα Εφαρμοσμένων Οικονομικών έως το 1986. Στην συνέχεια εργάστηκε ως ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, στο Ινστιτούτο Tinbergen του Άμστερνταμ και το London Business School, ενώ διετέλεσε επισκέπτης-καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καρόλου της Πράγας και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Την τριετία 1992-95 είχε εκλεγεί Αντιπρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες και άρθρα σε διεθνή περιοδικά για θέματα οικονομικής πολιτικής, διακυμάνσεων και ανάπτυξης, καθώς και δύο βιβλία ("Το νέο τοπίο της ανάπτυξης", 1998, "Το εκκρεμές της σύγκλισης", 2006). Την περίοδο 1993-96 διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας και αργότερα οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη. Τον Σεπτέμβριο του 1996 ορίστηκε Υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τον προϋπολογισμό και την διαχείριση του δημόσιου χρέους, κατά την κρίσιμη περίοδο ένταξης της Ελλάδος στην ΟΝΕ. Στην διάρκεια της θητείας του εφαρμόστηκαν νέα μισθολόγια για όλο τον δημόσιο τομέα και ιδρύθηκε ο Οργανισμός Περίθαλψης Δημοσίων Υπαλλήλων και Συνταξιούχων. Εκσυγχρονίστηκε η αγορά ομολόγων και εισήχθησαν νέα εργαλεία ενεργού διαχείρισης του δημόσιου χρέους με αποτέλεσμα την μείωση του κατά 10% του ΑΕΠ σε μια τριετία. Τον Απρίλιο του 2000 ορίστηκε Υπουργός Ανάπτυξης με αρμοδιότητα τους τομείς Ενέργειας, Βιομηχανίας, Τουρισμού, Εμπορίου και Έρευνας. Στη διάρκεια της θητείας του αναβαθμίστηκαν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, χορηγήθηκαν οι πρώτες άδειες ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρισμού, απελευθερώθηκε ο ξενοδοχειακός τομέας στην Αθήνα, άλλαξε το πλαίσιο βιομηχανικής δραστηριότητας στην Αττική και ξεκίνησε η οικιακή και εμπορική χρήση φυσικού αερίου στις μεγάλες πόλεις. Τον Οκτώβριο 2001 ανέλαβε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών έως τις εκλογές του Μαρτίου 2004. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2002 προήδρευσε στην Ομάδα Υπουργών της Ευρωζώνης (Eurogroup). Διετέλεσε βουλευτής και μέλος της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2004-2007.
Χριστοδουλακης, Μ.
Συγγραφέας
Ο Νίκος Μ. Χριστοδουλάκης γεννήθηκε το 1952 στην Κρήτη και σπούδασε αρχικά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ως φοιτητής έλαβε ενεργό μέρος στο αντιδικτατορικό κίνημα -ήταν μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου το 1973- και στη μεταπολίτευση υπήρξε στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς. Μετά το 1980 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, από το οποίο έλαβε διδακτορικό δίπλωμα και εργάστηκε στο Τμήμα Εφαρμοσμένων Οικονομικών έως το 1986. Στην συνέχεια εργάστηκε ως ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, στο Ινστιτούτο Tinbergen του Άμστερνταμ και το London Business School, ενώ διετέλεσε επισκέπτης-καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καρόλου της Πράγας και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Την τριετία 1992-95 είχε εκλεγεί Αντιπρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες και άρθρα σε διεθνή περιοδικά για θέματα οικονομικής πολιτικής, διακυμάνσεων και ανάπτυξης, καθώς και δύο βιβλία ("Το νέο τοπίο της ανάπτυξης", 1998, "Το εκκρεμές της σύγκλισης", 2006). Την περίοδο 1993-96 διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας και αργότερα οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη. Τον Σεπτέμβριο του 1996 ορίστηκε Υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τον προϋπολογισμό και την διαχείριση του δημόσιου χρέους, κατά την κρίσιμη περίοδο ένταξης της Ελλάδος στην ΟΝΕ. Στην διάρκεια της θητείας του εφαρμόστηκαν νέα μισθολόγια για όλο τον δημόσιο τομέα και ιδρύθηκε ο Οργανισμός Περίθαλψης Δημοσίων Υπαλλήλων και Συνταξιούχων. Εκσυγχρονίστηκε η αγορά ομολόγων και εισήχθησαν νέα εργαλεία ενεργού διαχείρισης του δημόσιου χρέους με αποτέλεσμα την μείωση του κατά 10% του ΑΕΠ σε μια τριετία. Τον Απρίλιο του 2000 ορίστηκε Υπουργός Ανάπτυξης με αρμοδιότητα τους τομείς Ενέργειας, Βιομηχανίας, Τουρισμού, Εμπορίου και Έρευνας. Στη διάρκεια της θητείας του αναβαθμίστηκαν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, χορηγήθηκαν οι πρώτες άδειες ιδιωτών παραγωγών ηλεκτρισμού, απελευθερώθηκε ο ξενοδοχειακός τομέας στην Αθήνα, άλλαξε το πλαίσιο βιομηχανικής δραστηριότητας στην Αττική και ξεκίνησε η οικιακή και εμπορική χρήση φυσικού αερίου στις μεγάλες πόλεις. Τον Οκτώβριο 2001 ανέλαβε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών έως τις εκλογές του Μαρτίου 2004. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2002 προήδρευσε στην Ομάδα Υπουργών της Ευρωζώνης (Eurogroup). Διετέλεσε βουλευτής και μέλος της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2004-2007. Σήμερα είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ) και Research Associate στο LSE.