Ο γιος ενός παλιού φίλου ζητά τη βοήθεια του συνταξιούχου πια αστυνόμου Μπέκα. Έγινε ένα έγκλημα... Ο νεαρός Κωνσταντινίδης δεν πάει στην αστυνομία να το καταγγείλει, από φόβο μήπως ενοχοποιηθεί. Όταν όμως ο Μπέκας ερευνά το διαμέρισμα της οδού Σπευσίππου 199, δεν βρίσκει κανένα πτώμα γυναίκας. Την επόμενη όμως οι εφημερίδες γράφουν για τον θάνατο της Τζούλιας Χατζηγρηγόρη απο πνιγμό στο Σούνιο: "Τραγικό δυστύχημα..." και ο νεαρός Κωνσταντινίδης έχει εξαφανιστεί. Τον αναζητά και η φιλενάδα του Άσπα. Τότε ο Μπέκας...
""Το καλοκαίρι του φόβου" διαδραματίζεται πάλι στο Κολωνάκι, 20 χρόνια αργότερα από τον φόνο του Καρνέζη στο "Έγκλημα στο Κολωνάκι". Ο Μπέκας, συνταξιούχος πλέον, δέχεται την επίσκεψη ενός νεαρού, γιου κάποιου παλιού του φίλου, που ισχυρίζεται ότι μπαίνοντας σ' ένα διαμέρισμα στην οδό Σπευσίππου για να κλέψει βρέθηκε μπροστά σε μια νεκρή γυναίκα. Πρόκειται για την πλούσια Τζούλια Χατζηγρηγόρη, κόρη εφοπλιστή, με σύζυγο κι εραστή, η οποία όμως πνίγηκε στο Σούνιο την επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τις εφημερίδες. Όταν ο νεαρός βρίσκεται επίσης σκοτωμένος, ο Μπέκας, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μακρή, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση αδιαφορώντας για τη στάση της επίσημης αστυνομίας που αδρανεί. Επηρεασμένος από τον αγώνα του κουβανού ψαρά στο "Ο γέρος και η θάλασσα" του Χέμινγκγουεϊ, ο οποίος αν και ξοφλημένος κατορθώνει να πιάσει ένα τεράστιο ψάρι, ο αστυνόμος δρα κόντρα στον γενικό εφησυχασμό και κατορθώνει να ανακαλύψει την αλήθεια. Σε τούτο το μυθιστόρημα ο αναγνώστης διαπιστώνει για μία φορά ακόμη πόσο περίτεχνες και σαγηνευτικές είναι οι πλοκές των έργων του Μαρή, του αριστερού συγγραφέα που επιχειρεί να δείξει για πολλοστή φορά τη διαφθορά της αστικής τάξης, τον βαθμό χαλαρότητας των ηθών, την ανευθυνότητα μεγάλου μέρους της νέας γενιάς και ακόμη το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος πιεζόμενος από τις βιοτικές του ανάγκες και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης."
Ο γιος ενός παλιού φίλου ζητά τη βοήθεια του συνταξιούχου πια αστυνόμου Μπέκα. Έγινε ένα έγκλημα... Ο νεαρός Κωνσταντινίδης δεν πάει στην αστυνομία να το καταγγείλει, από φόβο μήπως ενοχοποιηθεί. Όταν όμως ο Μπέκας ερευνά το διαμέρισμα της οδού Σπευσίππου 199, δεν βρίσκει κανένα πτώμα γυναίκας. Την επόμενη όμως οι εφημερίδες γράφουν για τον θάνατο της Τζούλιας Χατζηγρηγόρη απο πνιγμό στο Σούνιο: "Τραγικό δυστύχημα..." και ο νεαρός Κωνσταντινίδης έχει εξαφανιστεί. Τον αναζητά και η φιλενάδα του Άσπα. Τότε ο Μπέκας...
""Το καλοκαίρι του φόβου" διαδραματίζεται πάλι στο Κολωνάκι, 20 χρόνια αργότερα από τον φόνο του Καρνέζη στο "Έγκλημα στο Κολωνάκι". Ο Μπέκας, συνταξιούχος πλέον, δέχεται την επίσκεψη ενός νεαρού, γιου κάποιου παλιού του φίλου, που ισχυρίζεται ότι μπαίνοντας σ' ένα διαμέρισμα στην οδό Σπευσίππου για να κλέψει βρέθηκε μπροστά σε μια νεκρή γυναίκα. Πρόκειται για την πλούσια Τζούλια Χατζηγρηγόρη, κόρη εφοπλιστή, με σύζυγο κι εραστή, η οποία όμως πνίγηκε στο Σούνιο την επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τις εφημερίδες. Όταν ο νεαρός βρίσκεται επίσης σκοτωμένος, ο Μπέκας, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μακρή, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση αδιαφορώντας για τη στάση της επίσημης αστυνομίας που αδρανεί. Επηρεασμένος από τον αγώνα του κουβανού ψαρά στο "Ο γέρος και η θάλασσα" του Χέμινγκγουεϊ, ο οποίος αν και ξοφλημένος κατορθώνει να πιάσει ένα τεράστιο ψάρι, ο αστυνόμος δρα κόντρα στον γενικό εφησυχασμό και κατορθώνει να ανακαλύψει την αλήθεια. Σε τούτο το μυθιστόρημα ο αναγνώστης διαπιστώνει για μία φορά ακόμη πόσο περίτεχνες και σαγηνευτικές είναι οι πλοκές των έργων του Μαρή, του αριστερού συγγραφέα που επιχειρεί να δείξει για πολλοστή φορά τη διαφθορά της αστικής τάξης, τον βαθμό χαλαρότητας των ηθών, την ανευθυνότητα μεγάλου μέρους της νέας γενιάς και ακόμη το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος πιεζόμενος από τις βιοτικές του ανάγκες και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης."
Γιάννης Μαρής (1916-1979). Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος δικαστικού, γεννήθηκε στη Σκόπελο. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας με παράδοση στο χώρο της πολιτικής. Μεγάλωσε στη Λαμία. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (Ε.Λ.Δ.) από κοινού με τους Ηλία Τσιριμώκο και Σταύρο Κανελλόπουλο, οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ, στης οποίας το δημοσιογραφικό όργανο "Μάχη" διετέλεσε αρχισυντάκτης και αρθρογράφος. Από το 1945 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της εφημερίδας για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Συνεργάστηκε με τα έντυπα "Προοδευτικός Φιλελεύθερος", "Νέα Γραμμή", "Ελεύθερος Λόγος", "Αθηναϊκή", "Ακρόπολις", "Απογευματινή" και το περιοδικό "Πρώτο". Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1953 με το μυθιστόρημα "Έγκλημα στο Κολωνάκι", που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό "Οικογένεια". Η επιτυχία του μυθιστορήματος, που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις "Ατλαντίς", τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι, στο περιθώριο της δημοσιογραφικής δουλειάς του, κατάφερε να γράψει περίπου πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δύο θεατρικά έργα ("Ο κύριος 5%", που παρουσιάστηκε από το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και "Ποιος είναι ο Λύσσανδρος", που παρουσιάστηκε από τον θίασο των Ευθυμίου-Μαυροπούλου-Παπαγιαννόπουλου, και τα δύο σε συνεργασία με τον Δ.Κ. Ευαγγελίδη). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου στην εφημερίδα "Το Βήμα", [...] "Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας ζωντανούς χαρακτήρες, αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς του καριέρας. Χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μαρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Μπέκας, κοντόχοντρος με ασήμαντη εμφάνιση, δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Είναι υποδειγματικός οικογενειάρχης, δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά "τον Βάρναλη τον έχει ακουστά", και πιστεύει ότι "οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα· χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός..."" Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του βλ. Χατζηφώτης Ι. Μ., "Μαρής, Γιάννης", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ. και Αλέξης Ζήρας, "Μαρής, Γιάννης" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ.1333.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ. & εφημερίδα "Το Βήμα").
Μαρής, Γιάννης, 1916-1979
Συγγραφέας
Γιάννης Μαρής (1916-1979). Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος δικαστικού, γεννήθηκε στη Σκόπελο. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας με παράδοση στο χώρο της πολιτικής. Μεγάλωσε στη Λαμία. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (Ε.Λ.Δ.) από κοινού με τους Ηλία Τσιριμώκο και Σταύρο Κανελλόπουλο, οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ, στης οποίας το δημοσιογραφικό όργανο "Μάχη" διετέλεσε αρχισυντάκτης και αρθρογράφος. Από το 1945 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της εφημερίδας για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Συνεργάστηκε με τα έντυπα "Προοδευτικός Φιλελεύθερος", "Νέα Γραμμή", "Ελεύθερος Λόγος", "Αθηναϊκή", "Ακρόπολις", "Απογευματινή" και το περιοδικό "Πρώτο". Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1953 με το μυθιστόρημα "Έγκλημα στο Κολωνάκι", που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό "Οικογένεια". Η επιτυχία του μυθιστορήματος, που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις "Ατλαντίς", τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι, στο περιθώριο της δημοσιογραφικής δουλειάς του, κατάφερε να γράψει περίπου πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δύο θεατρικά έργα ("Ο κύριος 5%", που παρουσιάστηκε από το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και "Ποιος είναι ο Λύσσανδρος", που παρουσιάστηκε από τον θίασο των Ευθυμίου-Μαυροπούλου-Παπαγιαννόπουλου, και τα δύο σε συνεργασία με τον Δ.Κ. Ευαγγελίδη). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου στην εφημερίδα "Το Βήμα", [...] "Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας ζωντανούς χαρακτήρες, αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς του καριέρας. Χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μαρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Μπέκας, κοντόχοντρος με ασήμαντη εμφάνιση, δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Είναι υποδειγματικός οικογενειάρχης, δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά "τον Βάρναλη τον έχει ακουστά", και πιστεύει ότι "οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα· χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός..."" Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του βλ. Χατζηφώτης Ι. Μ., "Μαρής, Γιάννης", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ. και Αλέξης Ζήρας, "Μαρής, Γιάννης" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ.1333.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ. & εφημερίδα "Το Βήμα").