Oι "Σημαδεμένοι" του Γιάννη Mαγκλή (A΄ Kρατικό Bραβείο 1974) κλείνουν εννιά νουβέλες και διηγήματα από τα καλύτερα που έχει να παρουσιάσει η νεοελληνική λογοτεχνία. O συγγραφέας μας δίνει ανθρώπους υπαρκτούς, που σκέφτονται, αισθάνονται, ενεργούν όπως άνθρωποι γνώριμοί μας, με πάθη όμως δυνατότερα, που πολλές φορές τους σπρώχνουν στην περιπέτεια και τον κίνδυνο. H τολμηρότητά τους, που φτάνει στην απερισκεψία, τους οδηγεί στη νίκη ή και στο χαμό.
Περίληψη
Oι "Σημαδεμένοι" του Γιάννη Mαγκλή (A΄ Kρατικό Bραβείο 1974) κλείνουν εννιά νουβέλες και διηγήματα από τα καλύτερα που έχει να παρουσιάσει η νεοελληνική λογοτεχνία. O συγγραφέας μας δίνει ανθρώπους υπαρκτούς, που σκέφτονται, αισθάνονται, ενεργούν όπως άνθρωποι γνώριμοί μας, με πάθη όμως δυνατότερα, που πολλές φορές τους σπρώχνουν στην περιπέτεια και τον κίνδυνο. H τολμηρότητά τους, που φτάνει στην απερισκεψία, τους οδηγεί στη νίκη ή και στο χαμό.
Πληροφορίες προϊόντος
Συγγραφέας
Μαγκλής, Ιωάννης
Eκδότης
Βιβλιοπωλειον της Εστίας
ISBN
9789600508741
Κωδικός Ευριπίδη 010100013870
Έτος κυκλοφορίας 1999
Σελίδες 313
Διαστάσεις 17χ12
Βάρος 0 gr
Μαγκλής, Ιωάννης
Συγγραφέας
Ο Γιάννης Μαγκλής γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Ο πατέρας του, άλλοτε κτηματίας στη Μικρασία, ήταν υποδιευθυντής ελληνοαγγλικής εταιρείας εμπορίας σφουγγαριών. Στη γενέτειρά του ο Γιάννης Μαγκλής τέλειωσε το Γυμνάσιο και εργάστηκε σε νεανική ηλικία στα σφουγγαράδικα. Από το 1926 και για δυόμισι χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών, όπου διακρίθηκε και στάλθηκε από την εργοδότρια εταιρεία εσωτερικός σε λύκειο της Χάβρης της Γαλλίας για να συμπληρώσει τις γνώσεις του. Μετά την ολοκλήρωση των εκεί σπουδών του προάχθηκε σε υποδιευθυντή του παρισινού υποκαταστήματος. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα στράφηκε με ενδιαφέρον στη μελέτη Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Το 1933 πήρε μετάθεση στη γενέτειρά του και λόγω των σκληρών συνθηκών εργασίας προσβλήθηκε από φυματίωση, ασθένεια που εγκαινίασε τις μακρόχρονες περιπέτειες της υγείας του. Το 1937, κατά τη διάρκεια νέας μετάθεσής του στην Αίγινα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος στάθηκε πνευματικός οδηγός και συμπαραστάτης του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. ως υπεύθυνος αρχικά στην περιφέρεια της Αίγινας και στη συνέχεια στην Κηφισιά ως διαφωτιστής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έφυγε για το βουνό και μετά την ανακωχή επέστρεψε στην Κάλυμνο, ξαναρχίζοντας να δουλεύει στα σφουγγαράδικα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1940 από την Αίγινα, με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Οι κολασμένοι της θάλασσας, για την οποία τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό του περιοδικού Νεοελληνική Λογοτεχνία. Συνέχισε να γράφει με παραίνεση του Καζαντζάκη, ο οποίος του υπέδειξε και να μεταφράσει στα ελληνικά το γαλλόφωνο έργο του Τόντα Ράμπα. Μετεμφυλιακά ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, γράφοντας έργα και συγκροτώντας ερασιτεχνικούς θιάσους στην Κάλυμνο και τη Ρόδο. Την ίδια περίοδο (1948 και μετά) η υγεία του παρουσίασε νέα κάμψη, η οποία τον ταλαιπώρησε για εννιά τουλάχιστον χρόνια και οδήγησε σε δύο επώδυνες χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό. Τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1958 για το έργο του Τ’ αδέλφια μου οι άνθρωποι και το 1974 για τους Σημαδεμένους), το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1956 για το Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί), το χρυσό μετάλλιο σε δυό ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς θαλασσινού πεζογραφήματος (1988 για τους Κολασμένους της θάλασσας και 1989 για τους Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου), το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Καλύμνου (1982) και το Βραβείο της Ακαδημίας Κλασσικής Ποίησης της Γαλλίας (1983).