Στις 19 Ιανουαρίου 2004 πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο, στην Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας, μια αληθινά ξεχωριστή δημόσια συζήτηση ανάμεσα στον Γιούργκεν Χάμπερμας και τον καρδινάλιο Γιόζεφ Ράτσινγκερ, μετέπειτα πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή φιλοσόφους και ένας σπουδαίος θεολόγος, επιφορτισμένος επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια με την ακρίβεια του Καθολικού δόγματος, κλήθηκαν να συζητήσουν το κρίσιμο ερώτημα αν το φιλελεύθερο κράτος έχει ανάγκη μια προπολιτική θεμελίωση πάνω στη μεταφυσική, τη θρησκεία ή την ηθική. Το αρχικό αυτό ερώτημα, που προκάλεσε με τη σειρά του νέα ερωτήματα, έδωσε την ευκαιρία στους υψηλούς συνομιλητές για δύο εξαιρετικής πυκνότητας και πνευματικού πλούτου εισηγήσεις. Ο φιλόσοφος και ο θεολόγος δεν συμφώνησαν βεβαίως σε τίποτε επί της ουσίας -δεν ήταν άλλωστε δυνατόν να συμφωνήσουν ούτε ήταν αυτό προφανώς ο σκοπός της συνάντησης-, η συζήτησή τους όμως επανέθεσε, με νέους όρους, την παλαιά αντιπαράθεση Λόγου και Πίστης (Ratio et Fides) και ανέδειξε την ανάγκη και τη σημασία μιας αμφίπλευρης μαθητείας του εκκοσμικευμένου Λόγου και της θρησκευτικής Πίστης.
Περίληψη
Στις 19 Ιανουαρίου 2004 πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο, στην Καθολική Ακαδημία της Βαυαρίας, μια αληθινά ξεχωριστή δημόσια συζήτηση ανάμεσα στον Γιούργκεν Χάμπερμας και τον καρδινάλιο Γιόζεφ Ράτσινγκερ, μετέπειτα πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή φιλοσόφους και ένας σπουδαίος θεολόγος, επιφορτισμένος επί είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια με την ακρίβεια του Καθολικού δόγματος, κλήθηκαν να συζητήσουν το κρίσιμο ερώτημα αν το φιλελεύθερο κράτος έχει ανάγκη μια προπολιτική θεμελίωση πάνω στη μεταφυσική, τη θρησκεία ή την ηθική. Το αρχικό αυτό ερώτημα, που προκάλεσε με τη σειρά του νέα ερωτήματα, έδωσε την ευκαιρία στους υψηλούς συνομιλητές για δύο εξαιρετικής πυκνότητας και πνευματικού πλούτου εισηγήσεις. Ο φιλόσοφος και ο θεολόγος δεν συμφώνησαν βεβαίως σε τίποτε επί της ουσίας -δεν ήταν άλλωστε δυνατόν να συμφωνήσουν ούτε ήταν αυτό προφανώς ο σκοπός της συνάντησης-, η συζήτησή τους όμως επανέθεσε, με νέους όρους, την παλαιά αντιπαράθεση Λόγου και Πίστης (Ratio et Fides) και ανέδειξε την ανάγκη και τη σημασία μιας αμφίπλευρης μαθητείας του εκκοσμικευμένου Λόγου και της θρησκευτικής Πίστης.
Πληροφορίες προϊόντος
Συγγραφέας
Habermas, Jürgen,Papst, Benedikt XVI
Eκδότης
Βιβλιοπωλειον της Εστίας
Μεταφραστής Τσιριγκάκης, Ηλίας
Υπεύθυνος Σειράς Ζουμπουλάκης, Σταύρος
ISBN
9789600514995
Κωδικός Ευριπίδη 010200038436
Έτος κυκλοφορίας 2010
Σελίδες 98
Διαστάσεις 21χ14
Βάρος 177 gr
Habermas, Jürgen
Συγγραφέας
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας γεννήθηκε το 1929 στη μικρή πόλη Γκούμερσμπαχ της Γερμανίας. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν και της Βόννης. Βοηθός του Theodor Adorno στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης από το 1956, διαδέχεται τον Max Horkheimer στην έδρα της φιλοσοφίας του ίδιου Πανεπιστημίου το 1964 και ενσαρκώνει τη δεύτερη γενιά της σχολής της Φραγκφούρτης. Διαφοροποιείται ωστόσο από τους δασκάλους του καθώς αρνείται τον πεσιμισμό τους και προσπαθεί με το έργο του να ανανεώσει τη συζήτηση για τη δημοκρατία, το διαφωτισμό και τον κριτικό ορθολογισμό. Παράλληλα με την ερευνητική του δραστηριότητα αρθρογραφεί στον Τύπο και παίρνει θέση σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα της εποχής του. Τη δεκαετία του '60 συνδέεται με τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος αλλά συγκρούεται μαζί τους όταν τάσσεται υπέρ του ριζοσπαστικού ρεφορμισμού. Από το 1971 ως το 1982 διευθύνει το Ινστιτούτο Max-Plank των κοινωνικών επιστημών και διδάσκει στα Πανεπιστήμια του Μάρμπουργκ και της Χαϊδελβέργης πλάι στον Gadamer. Το 1982 το Πανεπιστήμιο του Μονάχου αρνείται να τον εκλέξει καθηγητή, ενώ ο Τύπος της δεξιάς εξαπολύει εναντίον του οξύτατη δυσφημιστική εκστρατεία. Το 1983 επανεκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης όπου και διδάσκει μέχρι σήμερα ως ομότιμος καθηγητής. Το 1986 αντιπαρατέθηκε έντονα με τους συντηρητικούς ιστορικούς οι οποίοι θεωρούσαν το ναζισμό ως μια αμυντική απάντηση στην εμφάνιση του κομμουνισμού. Τα τελευταία χρόνια, τόσο με τα βιβλία όσο και με τα άρθρα του, ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολυπολιτισμικότητας, με την κρίση του κράτους-έθνους, την παγκοσμιοποίηση, καθώς και με τα προβλήματα της βιοηθικής, του ρατσισμού, της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Papst, Benedikt XVI
Συγγραφέας
Ο Γιόζεφ Ράτσιγκερ γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1927 στο Μαρκτλ αμ Ινν, στη Βαυαρία της Γερμανίας, όπου ο πατέρας του ήταν αστυνομικός. Τα αδέρφια του ήταν η Μαρία και ο Γκέοργκ Ράτσιγκερ. Όταν έκλεισε τα 14 έγινε, όπως του επέβαλλε ο νόμος, υποχρεωτικά μέλος της χιτλερικής νεολαίας. Από την αρχή όμως δεν πήγαινε στις συναντήσεις και έκανε αίτηση για να παραιτηθεί από μέλος. Το 1943, με ηλικία 16 ετών, υποχρεώθηκε από το Τρίτο Ράιχ να υπηρετήσει με τους υπόλοιπους συμμαθητές του στα αντιαεροπορικά πυροβόλα για την υπεράσπιση ενός εργοστασίου της BMW, έξω από το Μόναχο. Έκανε την βασική εκπαίδευση και στάλθηκε στην Ουγγαρία, από όπου το 1944 ρισκάροντας την θανατική ποινή κατάφερε να διαφύγει.
Από το 1946 μέχρι το 1951 σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία. Το 1951 δέχτηκε το μυστήριο της Ιεροσύνης μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Γκέοργκ Ράτσιγκερ. Το 1953 πήρε διδακτορικό στη θεολογία και το 1957 υπέβαλε την υφηγεσία του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1958, ο Ράτσιγκερ έγινε καθηγητής δογματικής θεολογίας στην Ανώτατη Φιλοσοφική Θεολογική Σχολή του Φράιζιγκ. Μέχρι το 1977 εργάστηκε σε αυτόν τον τομέα στα Πανεπιστήμιο του Μονάχου, του Μίνστερ, του Τίμπιγκεν και του Ρέγκενσμπουργκ. Από το 1962 μέχρι το 1965 ήταν παράλληλα και σύμβουλος του Αρχιεπίσκοπου Κολονίας, του Καρδινάλιου Γιόζεφ Φρινγκς.
Το 1977 ο Παύλος ΣΤ΄ ανακήρυξε τον Ράτσιγκερ καρδινάλιο. Το 1978 ο Καρδινάλιος Ράτσιγκερ συμμετείχε στην εκλογή του Ιωάννη Παύλου Α΄ και του Ιωάννη Παύλου Β΄. Ο Ιωάννης Παύλος Β΄ τον κάλεσε το 1981 να μείνει στη Ρώμη σαν ανώτερος του σύμβουλος για θεολογικά θέματα.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Παύλου του Β΄, ο Ράτσιγκερ εξελέγη από το συμβούλιο των καρδιναλίων (κονκλάβιο) στις 19 Απριλίου 2005, και έγινε μετά τον Αδριανό ΣΤ΄ ο πρώτος γερμανός Πάπας της Καθολικής Εκκλησίας μετά από 482 χρόνια. Τρεις μέρες πριν εκλεγεί Πάπας έκλεισε τα 78. Έτσι από το 1730 και μετά είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία εκλεγμένος Πάπας. Το όνομα που επέλεξε για την ενθρόνισή του ήταν Βενέδικτος ΙΣΤ΄.