Το ξέρω πως έχουμε καιρό να τα πούμε. Όχι, δε σε ξέχασα. Πώς να ξεχάσω, μωρέ, μόνο εσύ μου απόμεινες... Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;... Όχι, ούτε φοβάμαι μη μου κάνει "ψυχολογικό πορτρέτο" η ασφάλεια, άμα βρει τα χειρόγραφά μου σε καμιά έρευνα. Δεν είμαι πια στη φυλακή, κι απ' ότι φαίνεται, θ' αργήσουμε κάμποσο ακόμα να μπούμε... Μπα, γιατί άλλωστε η ασφάλεια ούτε παρεμπιπτόντως, που λένε, δεν ασχολείται πια με μας... [...]
Περίληψη
Το ξέρω πως έχουμε καιρό να τα πούμε. Όχι, δε σε ξέχασα. Πώς να ξεχάσω, μωρέ, μόνο εσύ μου απόμεινες... Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;... Όχι, ούτε φοβάμαι μη μου κάνει "ψυχολογικό πορτρέτο" η ασφάλεια, άμα βρει τα χειρόγραφά μου σε καμιά έρευνα. Δεν είμαι πια στη φυλακή, κι απ' ότι φαίνεται, θ' αργήσουμε κάμποσο ακόμα να μπούμε... Μπα, γιατί άλλωστε η ασφάλεια ούτε παρεμπιπτόντως, που λένε, δεν ασχολείται πια με μας... [...]
Πληροφορίες προϊόντος
Συγγραφέας
Μίσσιος, Χρόνης,Μίσσιος, Χρόνης
Eκδότης
Γράμματα
ISBN
9789603290339
Κωδικός Ευριπίδη 010100001459
Έτος κυκλοφορίας 1988
Σελίδες 223
Διαστάσεις 21χ14
Βάρος 281 gr
Μίσσιος, Χρόνης
Συγγραφέας
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ "πάλεψε" με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.
Μίσσιος, Χρόνης
Συγγραφέας
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ'ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα "διάλειμμα" ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς... " (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του "Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;" (Γράμματα, 1988). "Κοσμοκαλόγερος", σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ "πάλεψε" με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.