ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Βουτυράς, Δημοσθένης
Εκδότης
Αιώρα
, ISBN 9786185369859
Ένας ατίθασος συγγραφέας, που αψήφισε όλους τους λογοτεχνικούς κανόνες, σημείωσε εκδοτική
επιτυχία, πυροδότησε διαμάχες στους πνευματικούς κύκλους της εποχής του, περιθωριοποιήθηκε
από το κατεστημένο και αγνοήθηκε για πολλά χρόνια. Αυτός ήταν ο Δημοσθένης Βουτυράς. Οι
ιστορίες του, βαθιά ανθρώπινες, ανατρεπτικές, αναγνωρίζουν την ανθρώπινη φύση σε όλο της το
φάσμα, δεν την τυλίγουν σε λογοτεχνικά στερεότυπα και παραγγέλματα. Ένας πρωτοποριακός και
αυθεντικός συγγραφέας που αξίζει να διαβάσουμε.
Πληροφορίες προϊόντος
- Συγγραφέας
Βουτυράς, Δημοσθένης
- Eκδότης
Αιώρα
- ISBN
9786185369859
- Κωδικός Ευριπίδη 010100075880
- Έτος κυκλοφορίας 2023
- Σελίδες 96
- Διαστάσεις 11χ21
- Βάρος 146 gr
Βουτυράς, Δημοσθένης
Συγγραφέας
Δημοσθένης Βουτυράς (1871-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλ