Έξι μήνες μετά το θάνατο του Ζερόμ Λεντόν εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία ένα βιβλιαράκι των Editions de Minuit γραμμένο από τον Ζαν Εσενόζ με τον τίτλο Ζερόμ Λεντόν. Ποια μεγαλύτερη τιμή για έναν εκδότη από το να αποτελέσει τίτλο στον δικό του κατάλογο; Να μη βρεθεί το όνομά του σκαλισμένο στο μνήμα, αλλά να παραμείνει ζωντανό ανάμεσα στα άλλα κείμενα που εκείνος συνέβαλε να γεννηθούν; Το Ζερόμ Λεντόν δεν είναι μια καθωσπρέπει βιβλιογραφία, πολύ λιγότερο μια αγιογραφία, ούτε ένας συμβατικός επιμνημόσυνος λόγος, ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών (ο απολογισμός είναι θετικός), ούτε νοσταλγική αναζήτηση. Είναι μια εικοσάχρονη θαυμαστή διαδρομή στην ιστορία μιας σχέσης, στη σταδιακή προσέγγιση δύο πολύπλοκων χαρακτήρων, δύο προσωπικοτήτων που ανήκαν σε διαφορετικές γενεές, δύο σεμνών και κλειστών ανθρώπων, που και οι δύο διακρίνονταν για την περηφάνια τους. Jean-Baptiste Harang Liberation
Περίληψη
Έξι μήνες μετά το θάνατο του Ζερόμ Λεντόν εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία ένα βιβλιαράκι των Editions de Minuit γραμμένο από τον Ζαν Εσενόζ με τον τίτλο Ζερόμ Λεντόν. Ποια μεγαλύτερη τιμή για έναν εκδότη από το να αποτελέσει τίτλο στον δικό του κατάλογο; Να μη βρεθεί το όνομά του σκαλισμένο στο μνήμα, αλλά να παραμείνει ζωντανό ανάμεσα στα άλλα κείμενα που εκείνος συνέβαλε να γεννηθούν; Το Ζερόμ Λεντόν δεν είναι μια καθωσπρέπει βιβλιογραφία, πολύ λιγότερο μια αγιογραφία, ούτε ένας συμβατικός επιμνημόσυνος λόγος, ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών (ο απολογισμός είναι θετικός), ούτε νοσταλγική αναζήτηση. Είναι μια εικοσάχρονη θαυμαστή διαδρομή στην ιστορία μιας σχέσης, στη σταδιακή προσέγγιση δύο πολύπλοκων χαρακτήρων, δύο προσωπικοτήτων που ανήκαν σε διαφορετικές γενεές, δύο σεμνών και κλειστών ανθρώπων, που και οι δύο διακρίνονταν για την περηφάνια τους. Jean-Baptiste Harang Liberation
Αφού πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Προβηγκία, ο Jean Echenoz (που γεννήθηκε το 1947 στην Orange) σπούδασε κοινωνιολογία στο Παρίσι και εργάστηκε στον ιατρικό- κοινωνικό τομέα. Καίτοι συγγραφέας που παραμένει πεισματικά εκτός των λογοτεχνικών κυκλωμάτων, δεν παύει να θεωρείται η αιχμή του δόρατος μιας νέας αβάν-γκαρντ, αν και οι πολεμικές συνδηλώσεις αυτού του όρου δεν δείχνουν να ταιριάζουν σε μια μυθιστοριογραφική παραγωγή που τοποθετείται υπό τον αστερισμό της ειρωνείας και της ελαφράδας. Και ακριβώς, το πρώτο μυθιστόρημα του Echenoz "Le Meridien de Greenwich" (1979), εντάσσεται στο κίνημα του Νέου Μυθιστορήματος: προτεραιότητα στις φορμαλιστικές αναζητήσεις, στην αφαιρετική αφήγηση, σε ποιητικούς, υφολογικούς και περιγραφικούς πειραματισμούς. 'Ομως ο συγγραφέας δεν εξοβελίζει ούτε τους ήρωες ούτε την πλοκή: μιλάει για τη σύγχρονη πραγματικότητα, για την αισθητική και την κουλτούρα των παρισινών προαστίων, για μια αποπροσανατολισμένη κοινωνία συνηθισμένων ανθρώπων, χαμένων σ' έναν τεχνοκρατικό κόσμο που δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Με το "Cherokee" (1983, Βραβείο Medicis), το "L equipee malaise" (1986) και το "Lac" (1989), ο στόχος αποσαφηνίζεται. Ο Echenoz δανείζεται την πλοκή των μυθιστορημάτων του από τα λογοτεχνικά είδη μαζικής κατανάλωσης: το αστυνομικό, το εξωτικό ή το μυθιστόρημα κατασκοπείας, και, παίζοντας με ό,τι πιόνια διαθέτει το αμφίσημο και το σκωπτικό, αξιοποιεί τα υλικά τους και μπλοκάρει τους μηχανισμούς τους. Ασκεί ανελέητη κριτική στις αντιλήψεις μας (για τη ζωή, το θάνατο, το κοινωνικό γίγνεσθαι, την ιστορία και την Ιστορία, τις ηθικές αξίες) έτσι όπως τις έχουν διαμορφώσει και παραμορφώσει ο σύγχρονος πολιτισμός μας, η εμπορική εκμετάλλευση των αναγκών και των επιθυμιών μας, η παγκοσμιοποίηση των εικόνων και των ήχων. Όμως, αντίθετα από τη στρατευμένη λογοτεχνία η οποία απλώς καταγγέλλει (και είναι πάντα ευάλωτη απ' το σύστημα), ο Echenoz δε χρησιμοποιεί ρητορείες, αλλά το άκακο σκώμμα, το λογικό παράλογο, την περιγραφή έτσι όπως δεν την έχει φωτίσει κανείς άλλος, την απόκλιση μεταξύ πραγματικότητας και φραστικής της αναπαράστασης. Δεν αντιμάχεται τις εσφαλμένες αντιλήψεις· τις διαλύει μέσα στο παράξενο ή το ευτράπελο.
Το "Nous trois" (1992), το "Les grandes blondes" (1995), το "Un an" (1997) και το "Je m 'en vais" (1999, Βραβείο Goncourt) σηματοδοτούν έναν καινούργιο σταθμό στην επινοητικότητα του Jean Echenoz, ο οποίος, χωρίς να εγκαταλείψει τα παιχνίδια του με τα λαϊκά είδη, το φωτορομάντζο, την επιστημονική φαντασία, το ρεπορτάζ, χωρίς να απαρνηθεί τις σκηνοθεσίες του της σύγχρονης κοινοτοπίας, εξαντλεί τον οίστρο και τη συγγραφική δεξιοτεχνία του στην ίδια την ύλη των αντιλήψεών μας: τη γλώσσα -τόσο τη γλώσσα των λέξεων και των φράσεων, όσο και τη γλώσσα του ηχητικού περιβάλλοντος που μας διαπερνά και μας τρέφει, τη γλώσσα των εικόνων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών που μας μεταφέρουν (ίσως οριστικά) εκτός πραγματικότητας.
Η αλλοτρίωση, έτσι όπως την περιέγραφαν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, έχει πάρει έκτοτε ένα άλλο πρόσωπο, αυτό της ανώνυμης, συλλογικής, απολυταρχικής υποδούλωσης των πράξεων, των σκέψεων και των αισθημάτων μας. Ο Echenoz αναζητεί ασταμάτητα μια γλώσσα -κατ' ανάγκην ανάλαφρη, ευκίνητη, επινοητική, παράδοξη- που μπορεί να μείνει μακριά απ' την τυραννία του μαζικού πολιτισμού.