Τρεις κορυφαίοι Έλληνες λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Δημήτριος Βικέλας και ο Κωνσταντίνος Ράδος, με τη δύναμη της πένας τους μας μεταφέρουν στην εποχή που οι ραγιάδες δίνουν τον αγώνα για την απελευθέρωση από τα δεσμά της σκλαβιάς. Μας αφηγούνται με ρεαλισμό και γλαφυρότητα μια μάχη άνιση, που σαν σπίθα ξεκινά από τις πρώτες ομάδες αντίστασης και τις τοπικές εξεγέρσεις που πνίγονται στο αίμα, κορυφώνεται στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 με στιγμές απαράμιλλης γενναιότητας και θυσίες μαρτύρων στο βωμό της ελευθερίας, και ολοκληρώνεται με το κατόρθωμα της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.
Ένοπλοι αγωνιστές και άμαχος πληθυσμός στροβιλίζονται αξεχώριστα στη δίνη του πολέμου, προσπαθούν να ισορροπήσουν ψυχικά και σωματικά μέσα στην πραγματικότητα της ωμής βίας, ενώ παράλληλα αναζητούν κοινωνική δικαιοσύνη. Βιώνουν το ρευστό και αβέβαιο παρόν και επιχειρούν να χτίσουν το σταθερό μέλλον, ορθώνουν το ανάστημά τους και τολμούν να οραματίζονται έναν καινούργιο, ασφαλή κόσμο προόδου γι' αυτούς και τα παιδιά τους.
Τρεις συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και συνθήκες, σε διαφορετικούς τόπους, συνθέτουν σε αδρές γραμμές την εικόνα μιας κρίσιμης καμπής της ιστορίας μας, καταγράφοντας την αλήθεια και φωτίζοντας άγνωστες ή σκοτεινές πτυχές της μακράς πορείας που οδήγησε στην ανεξαρτησία μας.
Περιέχει CD με αφηγήσεις των διηγημάτων
Περίληψη
Τρεις κορυφαίοι Έλληνες λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Δημήτριος Βικέλας και ο Κωνσταντίνος Ράδος, με τη δύναμη της πένας τους μας μεταφέρουν στην εποχή που οι ραγιάδες δίνουν τον αγώνα για την απελευθέρωση από τα δεσμά της σκλαβιάς. Μας αφηγούνται με ρεαλισμό και γλαφυρότητα μια μάχη άνιση, που σαν σπίθα ξεκινά από τις πρώτες ομάδες αντίστασης και τις τοπικές εξεγέρσεις που πνίγονται στο αίμα, κορυφώνεται στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 με στιγμές απαράμιλλης γενναιότητας και θυσίες μαρτύρων στο βωμό της ελευθερίας, και ολοκληρώνεται με το κατόρθωμα της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.
Ένοπλοι αγωνιστές και άμαχος πληθυσμός στροβιλίζονται αξεχώριστα στη δίνη του πολέμου, προσπαθούν να ισορροπήσουν ψυχικά και σωματικά μέσα στην πραγματικότητα της ωμής βίας, ενώ παράλληλα αναζητούν κοινωνική δικαιοσύνη. Βιώνουν το ρευστό και αβέβαιο παρόν και επιχειρούν να χτίσουν το σταθερό μέλλον, ορθώνουν το ανάστημά τους και τολμούν να οραματίζονται έναν καινούργιο, ασφαλή κόσμο προόδου γι' αυτούς και τα παιδιά τους.
Τρεις συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και συνθήκες, σε διαφορετικούς τόπους, συνθέτουν σε αδρές γραμμές την εικόνα μιας κρίσιμης καμπής της ιστορίας μας, καταγράφοντας την αλήθεια και φωτίζοντας άγνωστες ή σκοτεινές πτυχές της μακράς πορείας που οδήγησε στην ανεξαρτησία μας.
Κωνσταντίνος Ν. Ράδος (1862-1931). Ο Κωνσταντίνος Ράδος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του δικηγόρου Νικολάου Κ.Ράδου και εγγονός του επαναστάτη Κωνσταντίνου Ράδου. Φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή (1876-1880), νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1885) και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Βουκουρέστι και το Παρίσι, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1915. Εργάστηκε ως καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ( διορίστηκε το 1895) και, μετά την πραγματοποίηση του διδακτορικού του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1912-1916), ως έκτακτος καθηγητής στην έδρα Γενικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1924 παραιτήθηκε και από τις δύο θέσεις και αφοσιώθηκε στη συγγραφή, ενώ την ίδια περίοδο και ως το τέλος της ζωής του διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος. Πέθανε στην Αθήνα. Κατά την περίοδο των σπουδών του στην Αθήνα εντάχτηκε στον κύκλο του Γεωργίου Μιστριώτη, τασσόμενος υπέρ της καθαρεύουσας και εναντίον της δημοτικής, στάση η οποία αμβλύνθηκε στο πέρασμα των χρόνων. Στο Βουκουρέστι ανέλαβε τη διεύθυνση της ελληνόφωνης εφημερίδας Σύλλογοι, θέση την οποία κράτησε μόλις για ένα μήνα, και συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πατρίς και παρακολούθησε μαθήματα του καθηγητή τότε στο Πανεπιστήμιο της πόλης Επαμεινώνδα Φραγκούδη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με τη δημοσίευση του διηγήματος Didina στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά το 1895. Ακολούθησε η έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ναυτικά διηγήματα, γραμμένης στην καθαρεύουσα, ήδη όμως με το διήγημα Ο πιλότος του Δαρ-Μπογάζ, δημοσιευμένο στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Κωνσταντίνου Σκόκου το 1912 στράφηκε στη δημοτική. Στο σύνολο του λογοτεχνικού έργου του κυριαρχεί η επίδραση από τις ιστορικές του μελέτες που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του παραγωγής. Πραγματοποίησε μάλιστα και τη μελέτη Ο Στέφανος Ξένος και το ιστορικό μυθιστόρημα, στην οποία προσπάθησε να οριοθετήσει τη σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, καιη οποία στάθηκε σημαντική για τις μετέπειτα ανάλογες αναζητήσεις και ιδιαίτερα για την παράλληλη εξέταση του έργου του Ξένου με του έργου του Sir W. Scott. Το πεζογραφικό έργο του περιλαμβάνει αποκλειστικά διηγήματα. Τα περισσότερα αντλούν το θέμα τους από την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα τη ναυτική, ενώ υπάρχουν επίσης διηγήματα ηθογραφικού προσανατολισμού και κάποια με θεματική από το χώρο του παραμυθιού. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Ράδου βλ. Ευαγγελίδης Τρ.Ε., «Ράδος Κωνσταντίνος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21. Αθήνα, Πυρσός, 1933 και Καλαντζοπούλου Βικτωρία, «Κωνσταντίνος Ν.Ράδος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Θ΄· (1900-1914), σ.378-402. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Βικέλας, Δημήτριος, 1835-1909
Συγγραφέας
Δημήτριος Βικέλας (1835-1908). Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835, καταγόμενος από μεγάλη εμπορική οικογένεια με καταβολές στη Βέροια και αρχικό όνομα Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα έμαθε κοντά στη μορφωμένη και φιλομαθή μητέρα του, ενώ γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε επέστρεψε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ.Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί του εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Λυκείου Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου πέρασε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College, λόγω περιορισμένου χρόνου ωστόσο απέκτησε μόνο Δίπλωμα Βοτανικής. Δεν έπαψε όμως να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις ( από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.). Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε και υπέρ της διατήρησης του ελληνικού χαρακτήρα της ομογένειας, προωθώντας για παράδειγμα την ίδρυση του εκεί ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στην Πανδώρα και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, καταγόμενη επίσης από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, οπότε λόγω της πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι επιχείρησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο όμως η επιδείνωση της ήδη διαταραγμένης ψυχικής υγείας της Καλλιόπης, τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), με διαλέξεις και αρθρογραφία, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860 - 1893, και υπήρξε ηγετικό μέλος της επιτροπής για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με προεξέχον την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Το 1904 με πρωτοβουλία του Βικέλα και του
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
Συγγραφέας
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Αγαπητοί μας πελάτες,
Μετά την ανακοίνωση των νέων κυβερνητικών μέτρων για τον covid-19 τα φυσικά μας καταστήματά θα λειτουργούν με την μέθοδο click away από Δευτέρα – Παρασκευή, 9:00 – 20:00. Για περισσότερες πληροφορίες πιέστε εδώ