Το βαθύτερο θεμέλιο της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία και διαπερνά όλη της τη λατρεία είναι η ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας, είναι μια έκρηξη χαράς, της ίδιας χαράς που ένιωσαν οι μαθητές όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της κοσμικής χαράς για το θρίαμβο της ζωής μετά την αφόρητη θλίψη για το θάνατο... Αυτή, την βιωμένη χαρά της Αναστάσεως, αντικατοπτρίζουν ποικιλοτρόπως τα "Πασχαλινά διηγήματα" που συγκεντρώθηκαν στον ανά χείρας τόμο. Τα διηγήματα αυτά, αν και επέλεξε ασφαλώς με εικαστικά κριτήρια ο Γ. Κόρδης, ωστόσο είναι -εξ απόψεως λογοτεχνικών αρετών- κορυφαία πασχαλινά διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας.
Περίληψη
Το βαθύτερο θεμέλιο της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία και διαπερνά όλη της τη λατρεία είναι η ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας, είναι μια έκρηξη χαράς, της ίδιας χαράς που ένιωσαν οι μαθητές όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της κοσμικής χαράς για το θρίαμβο της ζωής μετά την αφόρητη θλίψη για το θάνατο... Αυτή, την βιωμένη χαρά της Αναστάσεως, αντικατοπτρίζουν ποικιλοτρόπως τα "Πασχαλινά διηγήματα" που συγκεντρώθηκαν στον ανά χείρας τόμο. Τα διηγήματα αυτά, αν και επέλεξε ασφαλώς με εικαστικά κριτήρια ο Γ. Κόρδης, ωστόσο είναι -εξ απόψεως λογοτεχνικών αρετών- κορυφαία πασχαλινά διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας.
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ' Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου.
Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο τ
Παπαντωνίου, Ζαχαρίας Λ.
Συγγραφέας
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγ
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
Συγγραφέας
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος, 1850-1929
Συγγραφέας
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929). Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο, πρωτότοκος γιος ανάμεσα σε επτά αδέρφια. Ο πατέρας του, ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά και η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Στη Σκιάθο τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1871 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο στην Αθήνα σε ηλικία εικοσιενός ετών. Λόγος της καθυστέρησης ήταν η απουσία της τρίτης τάξης του γυμνασίου από τη Σκιάθο που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια της οικογένειάς του τον ανάγκασε να περιμένει αρκετά πριν το ταξίδι του στην Αθήνα. Ένα χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε δέκα χρόνια αργότερα (1881). Από το 1872 υπήρξε μέλος του Παρνασσού, όπου γνώρισε τους εκδότες Δημήτριο Κορομηλά και Βλάση Γαβριηλίδη. Με τη βοήθειά τους ξεκίνησε η ενασχόλησή του Μωραϊτίδη με τη δημοσιογραφία. Από το 1880 και για είκοσι χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1901 παντρεύτηκε τη Βασιλική Φουλάκη, με την οποία αποφάσισαν να ζήσουν εν παρθενία. Από το 1907 ο Μωραϊτίδης εγκατέλειψε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δραστηριότητα και μετά το θάνατο της Βασιλικής (1914) αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια και ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή και μετάφραση θεολογικών κειμένων ως το 1919, οπότε πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του. Το 1914 τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών. Το 1828 αναγορεύτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λίγο πριν το θάνατό του έγινε μοναχός και άλλαξε το όνομά του σε Ανδρόνικος. Πέθανε το 1929. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872 με το (θωρούμενο ως χαμένο) δράμα "Μιχαήλ Κομνηνός. Δεσπότης της Ηπείρου" που βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Ένα χρόνο αργότερα παρουσίασε τη μετάφραση του ποιήματος "Η Βερενίκης κόμη" από τα λατινικά (1873). Το 1874 ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στην "Εφημερίδα", ενώ παράλληλα διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας "Αγορά", την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το θεατρικό έργο "Βάρδας Καλλέργης" και ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα "Η καταστροφή των Ψαρών", που βραβεύτηκε στο Νικοδήμειο διαγωνισμό και το ιστορικό μυθιστόρημα "Δημήτριος ο πολιορκητής". Από το 1874 και ως το 1881 δημοσίευσε ποιήματα θεατρικά μονόπρακτα αλλά και κριτικά άρθρα στο "Μη χάνεσαι" και σε ημερολόγια της εποχής. Το 1875 δημοσιεύτηκε στο "Αθηναϊκόν Ημερολόγιον" του Δημητρίου Κορομηλά η κωμωδία του "Τις πταίει" και το 1876 η κωμωδία "Τα δύο δόμινα". Πήρε μέρος στο Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό το 1889 και το 1896 με τα έργα "Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως" και "Χαμάρετος" αντίστοιχα. Από το 1880 ως το 1907 δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις που εκδόθηκαν με τίτλους "Διηγήματα" και "Με του βορηά τα κύματα", σε δύο εξάτομες συλλογές. Ο Μωραϊτίδης δοκίμασε τις δυνατότητές του στην ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη μετάφραση και το δοκίμιο. Η ποιητική του παραγωγή είναι μικρή σε έκταση και περιλαμβάνει λυρικά και θρησκευτικά ποιήματα, γραμμένα στη δημοτική (τα νεανικά του) και την καθαρεύουσα (εκείνα της ωριμότερης περιόδου της ζωής του). Για το θέατρο έγραψε αρχικά κωμωδίες και εν συνεχεία πέρασε στο χώρο της μίμησης της σαικσπηρικής γραφής. Ωστόσο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Μωραϊτίδης κατέχει κυρίως θέση διηγηματογράφου. Τα διηγήματά του εντάσσονται στο χώρο της ηθογραφίας και κυριαρχούνται από πνεύμα έντονης θρησκευτικότητας και αγάπης για τη φύση. Η γλώσσα τους είναι περίτεχνη καθαρεύουσα, με εξαίρεση τα διαλογικά μέρη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη βλ. Άγρας Τέλλος, "Μωραϊτίδης Αλέξανδρος", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 17. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας Κριτικά Τόμος τρίτος· Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.3004-305. Αθήνα, Ερμής, 1984), Αργυρίου Αλεξ., "Μωραϊτίδης Αλέ