Ο Τζωρτζ Μπέρκλεϋ γεννήθηκε το 1685 στο Kilkenny της Ιρλανδίας από οικογένεια αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε σε ηλικία 15 ετών στο Trinity College (Dublin) και αφού αποφοίτησε, έγινε εταίρος του κολεγίου - σημερινός ερευνητής. Παράλληλα χειροτονήθηκε ιερέας, όπως υπαγόρευαν οι κανόνες του κολεγίου. Παρότι έζησε ως το 1753, τα σημαντικά φιλοσοφικά του έργα τα γράφει σε ηλικία 20-23 ετών. Πρώτον, το "Δοκίμιο για μια νέα θεωρία της όρασης", το 1709, όπου προκρίνει μια εμπειριστική θεωρία για την οπτική αντίληψη. Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί η "Πραγματεία για τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης", ένα έργο για το οποίο θα μείνει διάσημος, υποστηρίζοντας ότι τα εξωτερικά αντικείμενα αποτελούν μια ενότητα νοητικών ιδεών η οποία δεν απαιτεί την ύπαρξη της ύλης. Το 1713 μεταφέρει αυτές τις ιδέες σε διαλογική μορφή στο "Τρεις διάλογοι ανάμεσα στον Ύλα και τον Φιλόνου", όπου επεξηγεί τα κύρια σημεία της θεωρίας του. Παράλληλα ταξιδεύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επιστρέφει στο Δουβλίνο το 1721 και το 1724 κληρονομεί απρόσμενα μια μεγάλη περιουσία. Μες στο πλαίσιο των νέων ανακαλύψεων, συλλαμβάνει το σχέδιο για τη μόρφωση των "ιθαγενών" κατοίκων στην αμερικανική ήπειρο. Φεύγει το 1728 με υποσχέσεις για κρατική χρηματοδότηση, οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται, και αναγκάζεται να επιστρέψει από το Rhode Island στην Ιρλανδία το 1731. Στα κατοπινά έργα του συγκαταλέγονται ο "Αλκύφρων", ένα απολογητικό έργο για τη χριστιανική πίστη σε διαλογική μορφή, η "Υπεράσπιση και ερμηνεία της θεωρίας της όρασης", το 1733 και το "Siris" (1744), μια απόπειρα αντιμετώπισης πληθώρας φιλοσοφικών και θεολογικών θεμάτων σε μεγάλη κλίμακα.
Στις μη φιλοσοφικές ενασχολήσεις του Μπέρκλεϋ μετά την επιστροφή του περιλαμβάνονται τα αρχιερατικά καθήκοντά του ως επίσκοπος του Cloyne στην Ιρλανδία (από το 1734 ως το 1752). Πέθανε ήσυχα το 1753 στην Οξφόρδη και, ως τις μέρες μας, θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βρετανικού εμπειρισμού.