Μέσα από τούτη την αλληλογραφία, με τις αναπόφευκτες εκατέρωθεν αυτολογοκρισίες, αναδύονται στιγμές της ζωής των συνομιλητών. Ξετυλίγεται για άλλη μια φορά το νήμα της ζωής του Σεφέρη: η πολιτική, η ποιητική δημιουργία, οι άνθρωποι, οι φιλίες και οι αντιπάθειες, οι σπασμένες σχέσεις και οι καημοί του: η γλώσσα, η ανθρώπινη μοίρα σφιχτοδεμένη με την πραγματωμένη Ιστορία, η "αμυαλιά" των πολιτικών. Αλλ' υπάρχει και η μοίρα των τόπων, των τόπων μέσα στα πλοκάμια του χρόνου: η Ελλάδα, το Βυζάντιο, η Κύπρος... Ο Σεφέρης· ο Σεφέρης που γνωρίζουμε. Που μιλάει με τη βαριά, βαθιά, στοχαστική φωνή δασκάλου για όσα θα άξιζε τον κόπο να αναζητήσει και να ψαύσει κανείς κατεβαίνοντας μόνος σε κείνο το σκολιό μονοπάτι του "ένδον". Οι "Μέρες", τα "Ποιήματα", τα δοκίμια, η αλληλογραφία: όλα ένα μες στο μυαλό και στο σώμα του ίδιου ανθρώπου. Αυτές οι επιστολές είναι μια ακόμα μαρτυρία για το πόσα διαφορετικά ποτάμια κατέληγαν με τον ίδιο τρόπο στην άκρη της πένας του. Ή ανάποδα: για το ότι ένα μονάχα βουερό ποτάμι μεριζόταν σε πολλούς χείμαρρους: τις "Μέρες", τα "Ποιήματα", τα δοκίμια, την αλληλογραφία. Αλλά, πλάι σ' αυτόν και σε κείνην που μοιράστηκε τη ζωή της μαζί του, μέσα από τις επιστολές αυτές ξεδιπλώνεται και η ζωή ενός άγνωστου ανθρώπου, από κείνους που δεν έγραψαν ποτέ το μυθιστόρημα της ζωής τους' ένα μυθιστόρημα που -δίχως καμία αμφιβολία- το έζησαν, το έζησαν δίχως ποτέ να μας το διηγηθούν.
Περίληψη
Μέσα από τούτη την αλληλογραφία, με τις αναπόφευκτες εκατέρωθεν αυτολογοκρισίες, αναδύονται στιγμές της ζωής των συνομιλητών. Ξετυλίγεται για άλλη μια φορά το νήμα της ζωής του Σεφέρη: η πολιτική, η ποιητική δημιουργία, οι άνθρωποι, οι φιλίες και οι αντιπάθειες, οι σπασμένες σχέσεις και οι καημοί του: η γλώσσα, η ανθρώπινη μοίρα σφιχτοδεμένη με την πραγματωμένη Ιστορία, η "αμυαλιά" των πολιτικών. Αλλ' υπάρχει και η μοίρα των τόπων, των τόπων μέσα στα πλοκάμια του χρόνου: η Ελλάδα, το Βυζάντιο, η Κύπρος... Ο Σεφέρης· ο Σεφέρης που γνωρίζουμε. Που μιλάει με τη βαριά, βαθιά, στοχαστική φωνή δασκάλου για όσα θα άξιζε τον κόπο να αναζητήσει και να ψαύσει κανείς κατεβαίνοντας μόνος σε κείνο το σκολιό μονοπάτι του "ένδον". Οι "Μέρες", τα "Ποιήματα", τα δοκίμια, η αλληλογραφία: όλα ένα μες στο μυαλό και στο σώμα του ίδιου ανθρώπου. Αυτές οι επιστολές είναι μια ακόμα μαρτυρία για το πόσα διαφορετικά ποτάμια κατέληγαν με τον ίδιο τρόπο στην άκρη της πένας του. Ή ανάποδα: για το ότι ένα μονάχα βουερό ποτάμι μεριζόταν σε πολλούς χείμαρρους: τις "Μέρες", τα "Ποιήματα", τα δοκίμια, την αλληλογραφία. Αλλά, πλάι σ' αυτόν και σε κείνην που μοιράστηκε τη ζωή της μαζί του, μέσα από τις επιστολές αυτές ξεδιπλώνεται και η ζωή ενός άγνωστου ανθρώπου, από κείνους που δεν έγραψαν ποτέ το μυθιστόρημα της ζωής τους' ένα μυθιστόρημα που -δίχως καμία αμφιβολία- το έζησαν, το έζησαν δίχως ποτέ να μας το διηγηθούν.
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης. Την αγάπη του για τη λογοτεχνία θα την μεταδώσει και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, Άγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου), τα οποία και θα ασχοληθούν με αυτήν. Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά της Αλβανίας (1936-1938), ως σύμβουλος τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεται από τη διπλωματική του σταδιοδρομία, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Το πρώτο έργο του Γιώργου Σεφέρη είναι η συλλογή "Στροφή" που δημοσιεύτηκε το 1931. Η συλλογή του αυτή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση. Ακολούθησαν η "Στέρνα" (1932) και το "Μυθιστόρημα" (1935). Ένα χρόνο μετά γράφει την "Γυμνοπαιδία", και το 1938 απαντώντας στο δοκίμιο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημοσιεύει το "Διάλογος πάνω στην ποίηση". Το 1940 δημοσιεύονται το "Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937", και το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄" τα οποία περιέχουν σημαντικά ποιήματα, όπως τα ποιήματα "του κ. Στράτη θαλασσινού" και "Ο Βασιλιάς της Ασίνης" καθώς επίσης και μία συλλογή των ως τότε δημοσιευμένων έργων του με τίτλο "Ποιήματα". Το 1944 δημοσιεύεται το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" το οποίο γράφτηκε στην Αίγυπτο και την Νότια Αφρική, όπου ο Σεφέρης ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" ακολουθούν η τριμερής "Κίχλη", (1947) που από πολλούς θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιώργου Σεφέρη, και η συλλογή "..Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν" η οποία κυκλοφόρησε το 1955, εν μέσω του Κυπριακού Αγώνα, και αργότερα μετονομάστηκε σε "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄". Το 1950 δημοσιεύτηκε η συλλογή "Ποιήματα 1924-1946", που είναι μια εμπλουτισμένη έκδοση της πρώτης συλλογής των έργων του ("Ποιήματα Ι"). Η τελευταία συλλογή που τύπωσε ο Γιώργος Σεφέρης όσο ζούσε και η οποία δημοσιεύτηκε 11 χρόνια μετά το "Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄" είναι τα "Τρία Κρυφά Ποιήματα" (1966). Το κύκνειο άσμα του ποιητή είναι το "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄", το οποίο εκδόθηκε το 1976, με επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τις περισσότερες εκδόσεις έργων του ποιητή. Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Σεφέρης έχει κάνει αξιολογότατες μεταφράσεις, όπως την "Έρημη Χώρα" (1936)
Σεφέρη Μάρω
Συγγραφέας
Η Μαρώ Σεφέρη γεννήθηκε με το όνομα Μαρίκα Ζάννου στην Αθήνα από Γαλλίδα μητέρα, η οποία πέθανε στη γέννα. Τη μεγάλωσε η γιαγιά της στη Γαλλία μέχρι τα δώδεκα χρόνια της, όταν ο πατέρας της την έφερε στην Ελλάδα. Υπήρξε όμορφη γυναίκα της καλής κοινωνίας των Αθηνών, με έντονη προσωπικότητα. Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο Ανδρέας Λόντος, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Η γνωριμία της 38χρονης Μαρίκας, στις αρχές του 1936, με τον κατά δύο χρόνια μικρότερό της Γιώργο Σεφέρη, ποιητή, αλλά και διπλωμάτη (υπηρετούσε στην Α' Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών), ήταν μοιραία και ο έρωτάς τους συγκλόνισε την πνευματική Αθήνα. Παρά τις αντιδράσεις των δύο οικογενειών, η ερωτική τους σχέση διατηρήθηκε και τέσσερις μέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, στις 10.4.1941, παντρεύτηκαν και η Μαρώ ακολούθησε τον Σεφέρη στην Κρήτη και μετά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Έζησε μαζί του 35 ολόκληρα χρόνια, ως αχώριστη σύντροφός του, τα δε παιδιά της έγιναν από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα του ποιητή. Μετά το θάνατο του Γ. Σεφέρη, η Μαρώ δώρισε στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου τη βιβλιοθήκη του ποιητή, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη το Αρχείο του και στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης τις φωτογραφίες του, και εξέδωσε τα ανέκδοτα ποιήματα του Γ. Σεφέρη, αλλά και την "Αλληλογραφία" τους (ο πρώτος τόμος σε επιμέλεια Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη, από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη, το 1989, και ο δεύτερος σε επιμέλεια Μαρίας Στασινοπούλου, από τις εκδόσεις Ίκαρος, το 2005, μαζί με τη β' έκδοση του πρώτου) -αλληλογραφία η οποία αποτυπώνει τη βαθύτατη επικοινωνία τους. Πέθανε στην Αθήνα "πλήρης ημερών" τον Μάρτιο του 2000, σε ηλικία 102 ετών.