Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991) γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα "Χριστιανισμός - Μαρξισμός". Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας). Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών "Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας". Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό, φίλο του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1958, μετά το ταξίδι του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Ο ένας από τους δύο κόσμους", με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509. Το 1949 εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο "Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου", εξαιτίας του οποίου διαγράφτηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα", στο οποίο ήταν διευθυντής. Τότε γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση - Μilliex και τον Roger Milliex, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά. Το 1954 η γυναίκα του απολύθηκε από τη θέση της στον Ο.Λ.Π. λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. Κατά το σχολικό έτος 1955-1956 αναγκάστηκε να εργαστεί σε σχολείο των Ιωαννίνων. Μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στην παλιά της θέση. Το 1955 ο Βρεττάκος εκλέχτηκε στο Δήμο Πειραιά (1955-1959). Σημαντική υπήρξε η συμβολή του από τη θέση αυτή στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο, Λ.Κουκούλα κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, προσκεκλημένος των σπουδαστών της Μόσχας. Στη Μόσχα γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκυ. Το 1961 επισκέφτηκε τον τάφο του πατέρα του στην Πλουμίτσα. Το 1962 διαλύθηκε ο Συνεταιρισμός Εκτελωνιστών και ο Βρεττάκος έμεινε άνεργος. Το 1964 εργαζόταν ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα του 1967 ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο